ύποφρος

ύποφρος
-ον, Α
(δ. γρφ.) βλ. ὕπαφρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ύπαφρος — και δ. γρφ. ὕποφρος, ον, Α 1. ο κάπως αφρώδης 2. αυτός που έχει αφρούς από κάτω («καὶ τούτων οὐδὲν ὅτι οὐχ ὕπαφρόν ἐστι καὶ ἔχον περὶ αὐτὸ θαλάμας», Ιπποκρ.) 3. μτφ. (κατά τον Ησύχ.) «ὕπαφρον τὸ μὴ φανερόν ὕπαφρον λέγουσιν,... ἔνιοι κρύφιον καὶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”